- μακροθύμως
- μακροθύμως (adv. of μακρόθυμος) patiently ἀκούειν τινός listen to someone with patience Ac 26:3.—TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
μακροθύμως — μακροθύ̱μως , μακρόθυμος long suffering adverbial μακροθύ̱μως , μακρόθυμος long suffering masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρόθυμος — η, ο (AM μακρόθυμος, ον, Μ και μακρύθυμος, ον) 1. υπομονητικός, ανεκτικός («κύριος ὁ Θεός... μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός», ΠΔ) 2. άκακος, αμνησίκακος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόθυμον η μακροθυμία, η ανεκτικότητα. επίρρ... μακροθύμως… … Dictionary of Greek
ԵՐԿԱՅՆԱՄՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0688 Chronological Sequence: Unknown date մ. μακροθύμως longanimiter Որ է առաւել ռմկ. կամ յն. ոճ. փոխանակ ասելոյ՝ Երկայնմտութեամբ. *Երկայնամտաբար հարցափորձեցի զքեզ. Ճ. ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)